- εδαφολογικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην εδαφολογία («εδαφολογικές μελέτες, εδαφολογικός χάρτης»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εδαφολογικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στην εδαφολογία (βλ. λ.): Εδαφολογικές έρευνες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)